παῖς, παιδός

παῖς, παιδός
+ N 3/ 126-184-39-47-74=470 Gn 9,25.26.27; 12,16; 14,15
child (in relation to parents) Prv 29,15; slave, servant Gn 9,25; courtier, attendant 1 Sm 22,17; servant (of humans in relation to God) Is 41,8; girl, young lady Gn 24,28; girl, slave, maid Ru
2,6; παῖδες children Prv 4,1
ἐκ παιδός from childhood, from youth Gn 46,34
*Gn 26,18 οἱ παῖδες the servants-עבדי (Sam. Pent.) for MT בימי in the days of; *Gn 47,21 εἰς παῖδας for servants-עבדים/ל for MT ערים/ל into the cities; *Jos 7,7 διεβίβασεν ὁ παῖς σου your servant brought over- עבדך העביר for MT העביר העברת you surely brought over; *Jer 47(40),9 τῶν παίδων of the servants of- מעבדי for MT עבוד/מ from serving, see also 2 Kgs 25,24; *Prv 1,4 παιδὶ δὲ νέῳ but to a young child, but to a little child double transl. of MT נער young man
Cf. AMUSIN 1986 132-136.145-146; DANIEL, S. 1966 103.104; HARL 1986a, 68.143.200; HEINEN 1984,
1287-1295; KATZ 1956, 268-269; LARCHER 1983, 245-246; LE BOULLUEC 1989, 109; SCHOLL 1983 7-
8.15; SPICQ 1978b, 220-224; STANTON 1988, 475-476; WEVERS 1990 46; 1993 319.567; 1995 173.357;
→NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

  • παιδός — παῖς child masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παῖδος — παῖς child masc/fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελλόπαις — μελλόπαις, παιδος, ὁ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἀπὸ δέκα ἐτῶν προκόπτων παῑς τῇ ἡλικία». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + παῖς, παιδός] …   Dictionary of Greek

  • κατάπαις — κατάπαις, δος, ὁ (Α) πολύ μικρό παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παις (< παῖς, παιδός), πρβλ. αντί παις, έμ παις] …   Dictionary of Greek

  • φιλόπαις — αιδος, ο, η, ΝΜΑ (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) 1. αυτός που αγαπά τα παιδιά του 2. (γενικά) αυτός που αγαπά τα παιδιά αρχ. 1. (για άνδρα) παιδεραστής («ποτέρους ἀμείνονας ἡ γῇ, τοὺς φιλόπαιδας ἤ τοὺς γυναίοις ἀσμενίζοντας», Λουκιαν.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • λιπόπαις — λιπόπαις, παιδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που εγκαταλείφθηκε από τα παιδιά του ή αυτός που δεν έχει παιδιά, άτεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) + παῖς, παιδός] …   Dictionary of Greek

  • παιδόπαις — παιδόπαις, αιδος, ὁ (Α) ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + παῖς] …   Dictionary of Greek

  • πολύπαις — αιδος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύτεκνος 2. μτφ. (για την Τύρο) αυτή που έχει πολλές αποικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παῖς, παιδός (πρβλ. ολιγό παις)] …   Dictionary of Greek

  • πρόπαις — αιδος, ὁ, Α 1. (στην αρχαία Σπάρτη) αγόρι μέχρι τεσσάρων ετών 2. (κατά τον Ησύχ.) «μαστροπός». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παῖς, παιδός (πρβλ. αντί παις)] …   Dictionary of Greek

  • τρίπαις — αιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τρία παιδιά («τἆλλα πράττειν ἄνευ προστάτου διαγούσας, ὥσπερ αἱ τρίπαιδες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + παῖς, παιδός (πρβλ. δί παις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”